Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

θανάσιμος κίνδυνος

  • 1 смертельный

    смертельный θανάσιμος, θανατηφόρος; \смертельныйая опасность о θανάσιμος κίνδυνος
    * * *
    θανάσιμος, θανατηφόρος

    смерте́льная опа́сность — ο θανάσιμος κίνδυνος

    Русско-греческий словарь > смертельный

  • 2 смертельный

    επ., βρ: -лен, -льна, -льно.
    1. θανάσιμος, θανατηφόρος•

    -ая рана θανατηφόρο τραύμα•

    смертельный яд θανατηφόρο δηλητήριο.

    || μτφ. ισχυρότατος•

    -ая борьба с врагом θανάσιμος αγώνας με τον εχθρό•

    -ая ненависть θανάσιμο μίσος•

    -ая опасность θανάσιμος κίνδυνος.

    2. επιθανάτιος•

    -ая агония επιθανάτια άγων ία.

    εκφρ.
    смертельный враг – θανάσιμος εχθρός•
    - ая вравда – θανάσιμη έχθρα.

    Большой русско-греческий словарь > смертельный

  • 3 опасность

    θ.
    κίνδυνος•

    смертельная опасность θανάσιμος κίνδυνος•

    избежать -и αποφεύγω τον κίνδυνο•

    подвергаться -и εκτίθεμαι σε κίνδυνο•

    смотреть -и в глаза βλέπω το χάρο με τα μάτια•

    мир в -и η ειρήνη σε κίνδυνο•

    угрожающая опасность επικείμενος κίνδυνος•

    ему угрожает большая опасность αυτός διατρέχει μεγάλο κίνδυνο•

    жизнь его в -и η ζωή του είναι σε κίνδυνο (κινδυνεύει)•

    с -ью жизни με κίνδυνο της ζωής.

    Большой русско-греческий словарь > опасность

  • 4 опасность

    опасн||ость
    ж ὁ κίνδυνος:
    смертельная \опасностьость ὁ θανάσιμος κίνδυνος· предупреждать \опасностьость προλαμβάνω τόν κίνδυνο· подвергаться \опасностьости διατρέχω κίνδυνο· смотреть \опасностьости в глаза ἀντιμετωπίζω τόν κίνδυνο, ἀψηφῶ τόν κίνδυνο· с \опасностьостыо для жизни μέ κίνδυνο τῆς ζωῆς· отечество в \опасностьости ἡ πατρίδα σέ κίνδυνο, ἡ πατρίς ἐν κινδύνω.

    Русско-новогреческий словарь > опасность

См. также в других словарях:

  • Καλντερόν, Βεντούρα Γκαρθία — (Venturra Garcia Calderon, Παρίσι 1887 – 1959).Περουβιανός διπλωμάτης και συγγραφέας. Υπηρέτησε ως αντιπρόσωπος της χώρας του στις Βρυξέλλες, στη Βαρσοβία, στην Κοινωνία των Εθνών και στην ΟΥΝΕΣΚΟ. Διακρίθηκε ως συγγραφέας διηγημάτων, ανάμεσα στα …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»