-
1 смертельный
смертельный θανάσιμος, θανατηφόρος; \смертельныйая опасность о θανάσιμος κίνδυνος* * *θανάσιμος, θανατηφόροςсмерте́льная опа́сность — ο θανάσιμος κίνδυνος
-
2 смертельный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно.1. θανάσιμος, θανατηφόρος•-ая рана θανατηφόρο τραύμα•
смертельный яд θανατηφόρο δηλητήριο.
|| μτφ. ισχυρότατος•-ая борьба с врагом θανάσιμος αγώνας με τον εχθρό•
-ая ненависть θανάσιμο μίσος•
-ая опасность θανάσιμος κίνδυνος.
2. επιθανάτιος•-ая агония επιθανάτια άγων ία.
εκφρ.смертельный враг – θανάσιμος εχθρός•- ая вравда – θανάσιμη έχθρα. -
3 опасность
-и θ.κίνδυνος•смертельная опасность θανάσιμος κίνδυνος•
избежать -и αποφεύγω τον κίνδυνο•
подвергаться -и εκτίθεμαι σε κίνδυνο•
смотреть -и в глаза βλέπω το χάρο με τα μάτια•
мир в -и η ειρήνη σε κίνδυνο•
угрожающая опасность επικείμενος κίνδυνος•
ему угрожает большая опасность αυτός διατρέχει μεγάλο κίνδυνο•
жизнь его в -и η ζωή του είναι σε κίνδυνο (κινδυνεύει)•
с -ью жизни με κίνδυνο της ζωής.
-
4 опасность
опасн||остьж ὁ κίνδυνος:смертельная \опасностьость ὁ θανάσιμος κίνδυνος· предупреждать \опасностьость προλαμβάνω τόν κίνδυνο· подвергаться \опасностьости διατρέχω κίνδυνο· смотреть \опасностьости в глаза ἀντιμετωπίζω τόν κίνδυνο, ἀψηφῶ τόν κίνδυνο· с \опасностьостыо для жизни μέ κίνδυνο τῆς ζωῆς· отечество в \опасностьости ἡ πατρίδα σέ κίνδυνο, ἡ πατρίς ἐν κινδύνω.
См. также в других словарях:
Καλντερόν, Βεντούρα Γκαρθία — (Venturra Garcia Calderon, Παρίσι 1887 – 1959).Περουβιανός διπλωμάτης και συγγραφέας. Υπηρέτησε ως αντιπρόσωπος της χώρας του στις Βρυξέλλες, στη Βαρσοβία, στην Κοινωνία των Εθνών και στην ΟΥΝΕΣΚΟ. Διακρίθηκε ως συγγραφέας διηγημάτων, ανάμεσα στα … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek